Έχεις λίγο χρόνο; – H Σοφία Δάρτζαλη έγραψε ένα παιδικό βιβλίο που λειτουργεί σαν αγκαλιά υπενθύμισης
Παρουσιάζει το βιβλίο της το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 11:30 το πρωί, στην αίθουσα εκδηλώσεων Κλίμαξ – Lido Οργανισμός στη Λάρισα
Συμμαθήτριες ήμασταν με τη Σοφία Δάρτζαλη, εκείνη στο 1ο Λύκειο εγώ στο 5ο. Κοινές τότε οι παρέες, τα στέκια, οι γειτονιές, μοιραστήκαμε μαζί λίγο από τον ατελείωτο (νομίζαμε τότε) εφηβικό μας χρόνο. Και μετά χαθήκαμε. Στην πορεία, όταν άρχισα να εργάζομαι στην εφημερίδα «Ελευθερία», είχα τη χαρά να γνωρίσω και τον πατέρα της, τον δικηγόρο Γιώργο Δάρτζαλη και να απολαύσω τις παιγνιώδεις φιλολογικές του ανησυχίες και το καυστικό του χιούμορ. Ωραίος άνθρωπος. Δάσκαλος.
Την ξανασυνάντησα πρόσφατα τη Σοφία. Το όνομα της δηλαδή, τυπωμένο στο εξώφυλλο ενός παιδικού βιβλίου ανάμεσα σε γαλάζια σύννεφα και ασπρόμαυρα γρανάζια. «Έχεις λίγο χρόνο;» έγραφε ο τίτλος. Και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Θα σας προέτρεπα να το κάνετε κι εσείς, μαζί με τα παιδιά σας γιατί είναι ένα βιβλίο που αξίζει (και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, σπανίζουν τέτοια βιβλία στις μέρες μας).
Με πρωταγωνιστή ένα ρολόι-κούκο η Σοφία Δάρτζαλη αναμετριέται με τους λεπτοδείκτες, τη χαρά, τη λύπη, τη συνέχεια, την αγάπη αλλά και την απώλεια, αφήνοντας ελεύθερο τον αναγνώστη κάθε ηλικίας να κάνει τους δικούς του συνειρμούς. Να νιώσει και να αφουγκραστεί τα λεπτά που κυλούν, όλα εκείνα που παίρνουν μαζί τους αλλά και όσα έρχονται στη σπειροειδή χαίτη του χρόνου.
«Αγαπώ τον χρόνο κι όσα φέρνει και προσπαθώ να τα αποδεχτώ όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται, αλλά μέσα από τη δική μου πραγματικότητα», θα πει στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Σοφία Δάρτζαλη. «Και πιστεύω πως ο καθένας από μας είναι ένα διαφορετικό σε είδος και μορφή γρανάζι. Κι όταν βρούμε το κατάλληλο, αυτό που μας ταιριάζει, γυρνάμε ο ένας μέσα στον άλλον αρμονικά κι ο χρόνος κυλά πιο γλυκά, πιο απαλά, πιο όμορφα».
Γιατί ένα παραμύθι για τον χρόνο; Διαβάζοντάς το έχω την αίσθηση ότι αφορά κάτι πολύ προσωπικό σου, είτε αυτό είναι βίωμα, ανάγκη ή συναίσθημα. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα διδακτικό παραμύθι –όπως ίσως τα περισσότερα– αλλά για μια ιστορία που μιλά στην καρδιά εκείνου που τη διαβάζει. Και μάλιστα μεταλλάσσεται, ανάλογα με την ηλικία του αναγνώστη. Στην κόρη μου (ετών 10) μίλησε για τη συνέχεια και για την αγάπη. Σε εμένα που διανύω την τέταρτη δεκαετία, μίλησε για τον χρόνο που έφυγε και όλα εκείνα που πήρε (κυρίως) ή έφερε μαζί του.
Πάντα μέσα σε κάτι που δημιουργούμε κρύβονται στοιχεία μας – είτε βιώματα είτε όνειρα, συναισθήματα και ανάγκες. Θα απαντήσω στις ερωτήσεις σου χωρίς περιορισμό προς τον αναγνώστη, για το πώς δηλαδή μπορεί να «δει» εκείνος την ιστορία. Έχει κάθε ελευθερία να την ερμηνεύσει όπως εκείνος θέλει. Γιατί η έννοια του χρόνου στο βιβλίο αυτό μπορεί να ιδωθεί από πολλές απόψεις: Είναι πρώτα ο χρόνος που
περνά, ο χρόνος που φεύγει και πίσω δε γυρνά. Είναι όμως κι ο χρόνος που έχεις για τον άλλον – αυτό το υπέροχο να μπορείς να μοιράζεσαι με κάποιον τον πολύτιμο χρόνο σου. (Ή μήπως τότε γίνεται πολύτιμος, όταν δηλαδή τον μοιράζεσαι με τον σωστό άνθρωπο;)
Αλλά είναι και η έννοια της συνέχειας που ξεπερνά κάθε φυσικό τέλος. Δεν μου αρέσει κανένα τέλος. Ούτε στα παραμύθια. Κι η ελευθερία του μυαλού, η φαντασία, σου επιτρέπει να αποφασίσεις σε ποιους δρόμους θα περπατήσεις, σε ποιους φυσικούς νόμους θα γυρίσεις την πλάτη. Κι ίσως αυτή να είναι η (προσ)ευχή μου: να υπάρχει συνέχεια κι η αγάπη να περνά από γενιά σε γενιά. Γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω πού πάει η αγάπη όταν κάποιος φεύγει. Κάπου πρέπει να πηγαίνει. Από κάπου ξεκινά και κάπου φτάνει πάντα.
Όταν έφυγε ο πατέρας μου, μου έδωσαν τα προσωπικά του αντικείμενα. Κι εγώ, κρατώντας στα χέρια μου τα γυαλιά του, προσπαθούσα να νιώσω το βλέμμα πίσω από αυτά, να ανασυνθέσω το οπτικό πεδίο του, από την πίσω πλευρά. Ήταν άραγε μια άλλη διάσταση αυτή που θα έβλεπα με τα γυαλιά του; Είχα παγώσει κι εγώ, αλλά ο χρόνος όχι. Μου το μαρτύρησε το ρολόι του, που, φοβερά εκνευρισμένη, είδα κι
άκουσα να δουλεύει, να συνεχίζει να μετρά δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες. Μου φάνηκε αδιανόητο και εξαιρετικά θρασύ.
Θύμωσα πολύ. Αλλά μετά κατάλαβα. Προφανώς και αυτό να ήθελε να μου δείξει. Πως ο χρόνος δεν σταματά ποτέ. Τικ τακ. Σαν ακόμα μια καρδιά που χτυπά στην ψυχή σου. Η ζωή συνεχιζόταν. Έπρεπε να συνεχιστεί με τον τρόπο που μπορούσε για τον καθένα μας. Ο χρόνος έπρεπε ή ήθελα να πετά. Να πηγαίνει από τον έναν στον άλλον, να τον αγκαλιάζει με την αγάπη του, τη έγνοια του. Να είναι εκεί. Όπως καθετί και καθένας που αγαπήσαμε. Μπορεί να φεύγει από τη ζωή μας, αλλά δεν μπορεί να φύγει από την καρδιά μας. Κι αυτή είναι η συνέχεια. Γιατί εγώ τους θέλω όλους εκεί πάνω, κοντά, να μας γνέφουν από τα παχουλά τους σύννεφα. Έτσι τους κρατώ στην καρδιά
μου. Όσο για το αν είναι «διδακτικό» αυτό το παραμύθι, όχι, σαφώς και δεν είναι! Μια αγκαλιά είναι, μια αγκαλιά υπενθύμισης πως τίποτα δεν χάνεται αν δεν το αφήσεις να χαθεί. Χαμογέλασα που στην κόρη σου μίλησε για τη συνέχεια! Και ξέρεις, χαίρομαι που μου λες ότι εσένα σε έκανε να σκεφτείς τι έφυγε, αλλά αμέσως μετά τι ήρθε… Είναι μια υπέροχη ισορροπία που υπάρχει γύρω μας –κάτι έρχεται, κάτι
φεύγει– κάτι φεύγει, κάτι έρχεται… Σ’ όλο αυτό το πήγαινε-έλα το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να κρατάμε τις στιγμές. Εκείνες τις στιγμές που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για μας. Από τις πιο απλές μέχρι τις πιο μεγάλες.
Τι είναι ο χρόνος για εσένα;
Είναι μια δυσνόητη έννοια. Τη φτιάξαμε γιατί έπρεπε κάπως να την εξηγήσουμε. Όμως τη φτιάξαμε απρόσωπη. Με αριθμούς· «Στις πέντε και δέκα θα φύγει το τρένο», «Στις 8:15 θα χτυπήσει το κουδούνι». Εύκολο να το λες, να το θυμάσαι. Όμως θα προτιμούσα να θυμόμαστε στιγμές, αυτές που κρύβονται σε κάθε λεπτό, σε κάθε βλέμμα του δευτερόλεπτου. Πώς ένιωθες όταν έφευγε το τρένο, λίγο πριν, λίγο μετά;
Ποιον θα πήγαινες να δεις; Ποιον άφηνες πίσω; Τι φοβόσουν πιο πολύ όταν άκουγες το πρωινό κουδούνι του σχολείου; Ποιο μάθημα είχες ξεχάσει να διαβάσεις; Πώς μύριζε η αυλή του σχολείου λίγο πριν μαζευτούν τα παιδιά; Αγαπώ τον χρόνο κι όσα φέρνει και προσπαθώ να τα αποδεχτώ όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται αλλά μέσα από τη δική μου πραγματικότητα. Και πιστεύω πως ο καθένας από μας είναι ένα διαφορετικό σε είδος και μορφή γρανάζι. Κι όταν βρούμε το κατάλληλο, αυτό που μας ταιριάζει, γυρνάμε ο ένας μέσα στον άλλον αρμονικά κι ο χρόνος κυλά πιο γλυκά, πιο απαλά, πιο όμορφα.
Πώς βλέπεις τον χρόνο που πέρασε αλλά και τα χρόνια που έρχονται;
Ό,τι φεύγει κάτι πάντα φέρνει – είναι μια ισορροπία περίεργη, αλλά πάντα έτσι είναι. Μου αρέσει το παρελθόν, με μαγεύει, από το πολύ παλιότερο μέχρι το πιο πρόσφατο, αλλά μου αρέσει και το αύριο. Κάποτε ο μικρός μου γιος, ο Γιωργής, μού είχε κάνει την εξής ερώτηση: «αν μπορούσες να ταξιδέψεις μόνο μία φορά στον χρόνο, θα ήθελες να γυρίσεις πίσω να δεις αυτούς που έφυγαν ή να πας στο μέλλον να δεις αυτούς που θα έρθουν;» Το δίλημμα ήταν μεγάλο και δεν κατάφερα να αποφασίσω. Αφήνω το ερώτημα όμως εδώ και για εσάς.
Μου αρέσει να κρατώ στιγμές από τον χρόνο. Άλλοτε τις «παγώνω» φωτογραφικά μέσα σε κλικ που πιθανόν μόνον εγώ μπορώ να καταλάβω τις στιγμές που μόνο σε μένα θυμίζουν κάτι. Άλλωστε η εικόνα μόνον δεν μπορεί να μεταφέρει τις μυρωδιές, τον ήχο, το χτυποκάρδι, την αγωνία ή τη χαρά. Υπάρχουν όμως στιγμές που «φωνάζουν» για να κρατηθούν ζωντανές κι αυτές τις κρατώ σφιχτά στην καρδιά μου, με
όποιον τρόπο μπορώ.
Έχεις δυο γιους, δεν ξέρω την ηλικία τους, αλλά αναρωτιέμαι τι σου είπαν διαβάζοντας την ιστορία.
Με τα παιδιά μου μοιράζομαι τις ιδέες μου από την πρώτη στιγμή της «εγκατάστασής» τους στο μυαλό μου. Με άλλες γελάνε, με άλλες συγκινούνται, με άλλες θυμώνουν. Έτσι, λοιπόν, την ιστορία αυτή την είχαν ακούσει πολύ πριν γίνει βιβλίο με εικόνες και πραγματικές σελίδες. Όταν το έπιασαν στα χέρια τους χάρηκαν με τη χαρά μου και σίγουρα τα μάτια τους μίλησαν πολύ περισσότερο απ’ ότι το στόμα τους.
Το βιβλιοπωλείο ΑΝΕΜΟΣ και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ προσκαλούν μικρούς και μεγάλους σε εκδήλωση με αφορμή το παιδικό βιβλίο της Σοφίας Δάρτζαλη ΕΧΕΙΣ ΛΙΓΟ ΧΡΟΝΟ; το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 11:30 το πρωί, στην αίθουσα εκδηλώσεων Κλίμαξ – Lido Οργανισμός (Ηφαίστου 2 & Βενιζέλου), στη Λάρισα.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η συγγραφέας Λίνα Μουσιώνη, η Έλενα Καματέρη, Γενική Διευθύντρια του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΘΕΒ), ο Γιώργος Τράντας, εκπαιδευτικός-δημοσιογράφος, και η συγγραφέας του βιβλίου Σοφία Δάρτζαλη. Είσοδος ελεύθερη.
Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με την παιδική λογοτεχνία;
Δεν ξέρω αν εγώ την επέλεξα ή μου βγήκε στην πορεία. Ποτέ δεν ξεκινώ να γράφω κάτι λέγοντας «αυτό προορίζεται για παραμύθι, συνταγή μαγειρικής, τραγούδι ή λίστα για σούπερ μάρκετ». Όταν μου έρχεται να γράψω κάτι απλά το γράφω. Είναι λίγο μονόδρομος αυτό, αν δεν υπακούσω, μπορώ να μείνω άυπνη μέχρι το πρωί ή το επόμενο πρωί. Το αν έχω επιλέξει κάποια κείμενά μου να τα μοιραστώ με τα
παιδιά είναι γιατί μου αρέσει η παιδική ειλικρίνεια. Μου αρέσει το συναίσθημα που βγαίνει αβίαστα και ο αυθορμητισμός τους. Χαίρομαι να τους μιλώ και να τους ακούω. Και χαίρομαι επίσης και όταν μεγαλύτεροι διαβάζουν τα βιβλία μου. Για μένα σημαίνει πολλά. Σημαίνει ότι δεν σταμάτησαν να σκέφτονται απλά, να είναι αληθινοί και να μπορούν να αισθάνονται. Σημαίνει πως δεν έχουν χάσει το πιο βασικό: την αλήθεια, που τις περισσότερες φορές είναι τόσο απλή και τη λες με δυο λέξεις ή με ένα βλέμμα και την καταλαβαίνουν όλοι.
Αν δεν κάνω λάθος πρόκειται για το τρίτο σου βιβλίο. Έχει αλλάξει κάτι (από το πρώτο μέχρι σήμερα) στον τρόπο που αντιμετωπίζεις τη συγγραφή;
Ναι, η ιστορία αυτή είναι το τρίτο μου βιβλίο και πρέπει να σου πω πως το αγαπώ πολύ. Δεν νομίζω πως έχω αλλάξει κάτι στον τρόπο που γράφω. Δεν νομίζω πως μπορώ να αλλάξω και δεν θέλω. Θα γράφω πάντα όπως νιώθω κι όπως πιστεύω πως οι ιδέες στο μυαλό μου
αποτυπώνονται καλύτερα σε λέξεις.
Πώς επιλέγεις κάθε φορά το θέμα για το οποίο θα μιλήσεις;
Το θέμα δεν το επιλέγω εγώ. Με επιλέγει μόνο του. Ιδέες, συναισθήματα, βιώματα, ανησυχίες, όλα ζητούν να πάρουν μορφή με κάποιο τρόπο κι εγώ πρέπει να τους κάνω το χατίρι. Έτσι προκύπτουν οι ιστορίες – συνήθως τα βράδια που έχει ησυχία και μουσική.
Τα παιδιά σήμερα διαβάζουν βιβλία;
Διαβάζουν πολύ λιγότερο από όσο θυμάμαι εγώ να διαβάζουμε στην ηλικία τους. Αλλά αυτό δεν είναι μέτρο σύγκρισης ή κάτι μεμπτό. Σήμερα, οι στατικές λέξεις σε ένα χαρτί έχουν πολλούς ανταγωνιστές. Πρέπει να τα βάλουν με χίλια δυο άλλα ερεθίσματα, που φαντάζουν πιο ελκυστικά. Τι να σου κάνει μια σειρά γράμματα μπροστά σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι; Σε μια ταινία γεμάτη έτοιμες εικόνες;
Κι όμως, νομίζω κι ελπίζω πως κάποια στιγμή όλα θα γοητευτούν από την απλότητα και τη μαγεία της ανάγνωσης. Όταν κατακαθίσει η σκόνη της αστραφτερής εικόνας, πάντα τα παιδιά θα έχουν περίσσευμα φαντασίας. Πάντα θα θέλουν να δημιουργήσουν και να πλάσουν στη φαντασία τους τον δικό τους κόσμο, με τους δικούς τους ήρωες, όχι όπως τους φτιάχνει μια εταιρία παραγωγής, αλλά όπως τους νιώθουν εκείνα. Και νομίζω πως για να αγαπήσουν τα βιβλία δεν χρειάζεται καμία πίεση. Μη σταματάτε να τους δίνετε βιβλία. Ακόμα κι όταν μεγαλώσουν, κάποια στιγμή θα πέσουν στα χέρια τους κι ίσως τότε να αποκτήσουν και μεγαλύτερη αξία.
Ζεις χρόνια στην Αθήνα. Τη Λάρισα την επισκέπτεσαι; Πώς την βλέπεις να εξελίσσεται;
Σπούδασα στην Αθήνα κι έκτοτε δεν γύρισα στη Λάρισα. Με την πόλη αυτή με συνδέουν διάφορα, που καμιά φορά δεν υπάρχουν πια. Ωστόσο την αγαπώ, με έναν περίεργο τρόπο – κυρίως μέσω των ανθρώπων με τους οποίους μεγάλωσα και μοιράστηκα τα παιδικά μου χρόνια. Σαν εικόνα, σαν πόλη, μου είναι πια λίγο ξένη, αν εξαιρέσεις τις πλατείες και τα περίπτερα, τα οποία είναι από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι στη θέση τους. Καμαρώνω πολύ και για το Αρχαίο Θέατρο. Όπως φαντάζομαι κι εκείνος.
Ίσως σήμερα η Λάρισα να είναι πιο όμορφη απ’ ότι ήταν τη δεκαετία του ’80. Αντικειμενικά είναι πιο όμορφη, σίγουρα. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανεμελιά που θυμάμαι στον δρόμο από και προς το σχολείο με τις παιδικές μας παρέες ή τη μυρωδιά του σπιτικού φαγητού της μαμάς όταν ξεκλείδωνες την πόρτα του σπιτιού το μεσημέρι. Ούτε το χαρακτηριστικό άρωμα της εφημερίδας που είχε ποτίσει το σαλόνι της Παπακυριαζή. Θέλω πολύ η πόλη αυτή να είναι ζωντανή, να έχει ανθρώπους που τη νοιάζονται και τη φροντίζουν.
Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να γυρίσω πίσω, γιατί θα έπρεπε να αποδεχτώ πως εκείνος που την αγαπούσε πιο πολύ
απ’ όλους δεν μένει πια εκεί. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου, την πρόταση να συνομιλήσουμε και τις αναμνήσεις των σχολικών και παιδικών μας χρόνων που μου έφερες στο μυαλό. Κι ευχαριστώ και την κόρη σου, που βρήκε και κράτησε τη συνέχεια.
Η Σοφία Δάρτζαλη γεννήθηκε στον Βόλο το 1974 και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στην Αθήνα και την τέχνη του βιβλίου στην Αγγλία. Ζει στην Αθήνα με τον σύζυγο και τους δύο γιους της. Το πρώτο της βιβλίο, «Όταν η μαμά μου είπε ψέματα» (εκδ. Λιβάνη) τιμήθηκε με το βραβείο IBBY Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα βιβλίου για παιδιά ή νέους, το 2017. Το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Το σύνΝαιφο που κατάπιΝε τα Ναι» κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Διόπτρα ενώ το τρίτο της βιβλίο με τίτλο «Έχεις λίγο χρόνο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.