Μαρία Φαραντούρη: Οι απλοί άνθρωποι είναι οι ήρωες της κάθε εποχής
Η Μαρία Φαραντούρη μιλά στις Θεσσαλικές Επιλογές λίγο πριν τη συναυλία της στη Λάρισα, το Σάββατο 2 Απριλίου στο Δημοτικό Ωδείο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μουσικότροπο
«Δυνατή, αγνή και άγρυπνη», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Γάλλος ηγέτης Φρανσουά Μιτεράν μετά τη γνωριμία τους στο Παρίσι, η Μαρία Φαραντούρη συνεχίζει τη δημιουργική της πορεία υπηρετώντας με αφοσίωση την Τέχνη του Τραγουδιού. To Σάββατο 2 Απριλίου στην Αίθουσα Συναυλιών του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας η ερμηνεύτρια – σύμβολο θα σημάνει τη λήξη του Φεστιβάλ «Μουσικότροπο» με μία συναυλία – αφιέρωμα, στους Έλληνες συνθέτες. Η εμβληματική ερμηνεύτρια των ποιητικών έργων που μελοποίησε ο παγκόσμιος Έλληνας Μίκης Θεοδωράκης, θα συμπράξει με το μουσικό σύνολο «Ενωδεία» και τη Μικτή Χορωδία του ΔΩΛ, υπό τη διεύθυνση – ενορχήστρωση του Δημήτρη Καρβούνη, ερμηνεύοντας έργα των: Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Νίκου Κυπουργού και Ελένης Καραΐνδρου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Μαρία Φαραντούρη μιλά για αυτήν την ξεχωριστή συνεργασία με τον Δημήτρη Καρβούνη και το χορωδιακό του σύνολο, αλλά και για τη δύναμη της τέχνης σε δύσκολες εποχές, όπως αυτή που διανύουμε.
Κυρία Φαραντούρη, ας ξεκινήσουμε με τα βασικά κι ανθρώπινα. Πώς είστε; Πώς σας βρίσκουν οι καιροί;
Δεν έφταναν όλα τα άλλα, ήρθε κι ο πόλεμος και οι συνέπειές του. Είμαι ανήσυχη όπως όλοι μας για τις εκδηλώσεις βίας που πληθαίνουν στις μέρες μας. Οι καιροί απαιτούν να είμαστε σε εγρήγορση κι άγρυπνοι για την ειρήνη.
Είναι η ποίηση και η μουσική η απάντηση στη βαρβαρότητα του πολέμου και σε κάθε είδους βαρβαρότητα;
Η τέχνη μπορεί να εμψυχώσει, να παρηγορήσει και να εμπνεύσει τους ανθρώπους, δεν μπορεί όμως από μόνη της να αλλάξει τον κόσμο, αλλά και χωρίς αυτή ο άνθρωπος δεν μπορεί να καλυτερέψει τον εαυτό του και τη ζωή του με τους άλλους.
Η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ;
Η πολιτική, οι ανταγωνισμοί, οι ανισότητες θα υπάρχουν πάντα. Η τέχνη και το τραγούδι υποδεικνύουν μια στάση ζωής πιο ανθρώπινη, μια ζωή και μια κοινωνία με αξίες, αλληλεγγύη, ιδανικά. Η τέχνη είναι η φωτεινή πλευρά του ανθρώπου.
Στην πρώτη σας συνέντευξη, στον Ταχυδρόμο το 1966, σε ηλικία 19 ετών, είχατε δηλώσει «έχω πίστη στη φωνή μου». Σε τι έχετε πίστη σήμερα;
Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω στην τέχνη του τραγουδιού που υπηρετώ με αφοσίωση σε όλη μου τη ζωή και στις πιο δύσκολες στιγμές. Σε αυτόν τον δρόμο θα συνεχίσω, όσο μπορώ.
Πριν τη συνάντησή σας με τον Μίκη Θεοδωράκη -το ‘63 αν δεν κάνω λάθος- είχατε συνειδητοποιήσει τη δύναμη της φωνής σας, αλλά και το βαρύ φορτίο των στίχων που ερμηνεύατε;
Η συνειδητοποίηση της ποίησης και των τραγουδιών που ερμήνευα ήρθε πολύ γρήγορα, από μικρή όμως πίστευα στη φωνή μου, ήξερα ότι θα γίνω τραγουδίστρια.
Γεννηθήκατε σε δύσκολα χρόνια, στον απόηχο του πολέμου και του εμφυλίου, ζήσατε το πραξικόπημα του ’67, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, αναγκαστήκατε να φύγετε στο εξωτερικό, με τη φωνή σας να γίνετε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας. Υπήρχαν στιγμές που φοβηθήκατε;
Ναι, πάντα υπάρχουν τέτοιες στιγμές. Στη δικτατορία τριγυρνούσα στο εξωτερικό με μια βαλίτσα στο χέρι, δεν ήξερα πότε θα τελειώσει όλο αυτό κι αν θα μπορέσω να γυρίσω στον τόπο μου που τόσο αγαπώ, να δω τους ανθρώπους μου.
Τι είναι αυτό που σας φοβίζει σήμερα;
Αυτό που είπαμε και πρωτύτερα, η βία σε όλες της τις μορφές. Ο πόλεμος, οι γυναικοκτονίες, το έγκλημα, οι βιασμοί, ο φασισμός που ξαναπαρουσιάζεται εδώ κι εκεί, οι εκπτώσεις των αξιών, η ισοπέδωση των πάντων. Δεν φοβάμαι για μένα, αλλά για τις νέες γενιές και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω στον άνθρωπο και να διατηρώ την αισιοδοξία μου.
Ποια είναι για εσάς η κινητήριος δύναμη;
Η δημιουργική διάθεση. Η ελευθερία, η Δημοκρατία και η ειρήνη. Όταν πιστεύουμε σε αυτά, όλα θα πάνε καλύτερα.
Σχετικά με τη συναυλία στη Λάρισα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Μουσικότροπο», τι είναι αυτό που θα παρακολουθήσουμε; Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε με τον μαέστρο Δημήτρη Καρβούνη;
Η συναυλία αυτή είναι ένα μουσικό μωσαϊκό από ωραία τραγούδια Ελλήνων συνθετών, όπως του Μίκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Κυπουργού, της Ελένης Καραΐνδρου και άλλων. Το πρόγραμμα το συνδιαμορφώσαμε με τον Δημήτρη Καρβούνη, έναν εξαιρετικό μουσικό με πλούσια γνώση κι ευαισθησία κι επιπλέον φίλο και συνεργάτη του Μίκη Θεοδωράκη. Χαίρομαι πολύ που θα συνεργαστούμε για πρώτη φορά και με το χορωδιακό του σύνολο.
Υπάρχουν άλλοι Λαρισαίοι καλλιτέχνες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί;
Έχω συνεργαστεί με τον Θάνο Τσακνάκη που είναι από τη Λάρισα, φιλόλογος, ο οποίος απέδωσε στα νέα ελληνικά άγνωστες αρχαίες ποιήτριες με τίτλο «Σιωπηλών Σπαράγματα», το έργο μελοποίησε η Λένα Πλάτωνος. Είχα τη χαρά να το τραγουδήσω με αφορμή τη «Μέρα της Γυναίκας» στις 8 Μαρτίου, στο Μουσείο της Ακρόπολης με φόντο τον φωταγωγημένο Παρθενώνα.
Αν έπεφτε ένας προβολέας πάνω σε μια στιγμή της μουσικής σας πορείας και καλλιτεχνικής δημιουργίας, ποια σκηνή θα φώτιζε; Ποιο τραγούδι, συναυλία ή συνεργασία;
Είναι πολλά. Η μέθεξη που ένιωσα σε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, οι συναντήσεις μου με πολλές προσωπικότητες του καιρού μας, το Μαουτχάουζεν που τραγούδησα μέσα στο στρατόπεδο του θανάτου, το Canto General στη Λατινική Αμερική, και πάνω απ’ όλα η συνεργασία μου πρώτα με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, τους ένιωθα σαν πατέρες μου. Αλλά όπως είπα είναι πολλά, το καθένα έχει μια ιδιαίτερη θέση στη μνήμη μου.
Υπάρχει σήμερα πολιτικό τραγούδι;
Με την ευρεία έννοια υπάρχει πάντα πολιτικό τραγούδι, βέβαια οι συνθήκες έχουν αλλάξει κι ευτυχώς. Εύχομαι στους νέους να μη ζήσουν τα σκληρά χρόνια που ζήσαμε εμείς και να δημιουργούν για τη χαρά της ζωής, τα συναισθήματα και τους πόθους των ανθρώπων. Μέσα σε αυτά όμως συγκαταλέγω και την αντίθεση στον πόλεμο, στον ρατσισμό, στην ανισότητα. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης δεν πρέπει να ξεχνάει ποτέ ότι το έργο του οφείλει να αντανακλά και τα προβλήματα της εποχής του.
Τι είναι αυτό που κερδίζει τον σεβασμό σας;
Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, οι ανώνυμοι, που παλεύουν να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ενώ η Ιστορία περνά αδιάφορη από πάνω τους. Είναι οι ήρωες της εποχής μας και κάθε εποχής.
ΜΟΥΣΙΚΟΤΡΟΠΟ – Συναυλία: «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά Έλληνες συνθέτες», Σάββατο 2/4/22. Αίθουσα Συναυλιών Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Ώρα έναρξης: 20:30
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ στο viva.gr, καθώς και στο Public (Κούμα 6, Λάρισα). https://www.viva.gr/tickets/music/i-maria-farantouri-sto-mousikotropo
Τιμή εισιτηρίου: Κανονικό 15€. Μειωμένο 12€ (Φοιτητές, ΑμεΑ, Κάρτα Ανεργίας, Άνω των 65)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τα πρώτα χρόνια
Γεννιέται στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα, που πριν προλάβει να ορθοποδήσει από τον Β’ Παγκόσμιο και τη Γερμανική Κατοχή, εισέρχεται σ’ έναν εξίσου αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η παιδική ηλικία της Μαρίας Φαραντούρη δεν είναι εύκολη και ανέμελη. Η πολιομυελίτιδα -η επιδημία της εποχής, που πλήττει, κυρίως, τα παιδιά- δεν την αφήνει αλώβητη και την ταλαιπωρεί έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες είναι μια επώδυνη εμπειρία για τη μόλις δύο ετών Μαρία – εμπειρία που δοκιμάζει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες -ο πατέρας, Στεφανογεράσιμος Φαραντούρης, από την Κεφαλονιά και η μητέρα, Ελένη Βιαροπούλου, από τα Κύθηρα- είναι εγκατεστημένοι στη Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι.
Η εφηβεία, όμως, φέρνει τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής τής δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι είναι γι’ αυτή δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ έχει ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής -βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση- και αποτελεί φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης, είναι μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που θέλουν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη κάνει τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της, από μέλος της χορωδίας, γίνεται πολύ σύντομα σολίστ.
Ανάδειξη
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την ακούει ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Είναι τόσο βαθιά η εντύπωση που του προκαλεί η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συναντά στα παρασκήνια και της λέει: «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;» «Το ξέρω», είναι η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το επόμενο καλοκαίρι περιοδεύει με το γκρουπ του Θεοδωράκη και -δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη- γνωρίζει για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της είναι παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακούγεται ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη κάνει γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Τότε, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής ανεβάζουν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες, για τις οποίες ο Θεοδωράκης έχει γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθεί η νεαρή μαθήτρια, αποτελούν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης. Την ίδια εποχή, την ανακαλύπτει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μόλις έχει γράψει τα τραγούδια για τη θεατρική διασκευή του Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, που παρουσιάζεται από τον θίασο του Μάνου Κατράκη. Έχοντάς τα ήδη ηχογραφήσει με τον Γιώργο Ρωμανό, αποφασίζει να μετατρέψει ένα οργανικό κομμάτι σε τραγούδι, ειδικά για να τραγουδηθεί από τη Μαρία Φαραντούρη. Έτσι, το «Κι ήρθες εσύ με το Βοριά» γίνεται το πρώτο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που ηχογραφεί η νεαρή Φαραντούρη.
Στα 1965, η Μαρία ηχογραφεί το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη «Κάποιος γιορτάζει», στο οποίο τη συνοδεύει ο Λάκης Παπάς και, έναν χρόνο αργότερα, κυκλοφορεί το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου «Το νησί της Αφροδίτης», τη μουσική του οποίου υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το «Ματωμένο Φεγγάρι», σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Λίγο νωρίτερα, την έχει καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του να της παρουσιάσει το πρώτο έργο που συνθέτει για τη φωνή της: τη «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίζεται όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου.
Ως αναπόσπαστο μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη, που δίνει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Μαρία επισκέπτεται και τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί την ακούει ο σπουδαίος Ρώσος μουσουργός Άραμ Ίλυτς Χατσατουριάν, ο οποίος της προτείνει να μείνει στη Μόσχα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Τσαϊκόφσκυ. Όμως, η Μαρία αρνείται και συνεχίζει με τον Έλληνα συνθέτη στο μουσικό του οδοιπορικό και όραμα.
Με τον Μίκη Θεοδωράκη
Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμορφώνει ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη κάνει γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Γ. Σεφέρη και Οδ. Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό – πολιτιστικό κίνημα αναπτύσσεται μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύεται και ο ίδιος, μετά από μερικούς μήνες καταδίωξης, συλλαμβάνεται. Έχει, ωστόσο, προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα -σ’ ένα χαρτάκι από μαστίχα- συμβουλεύοντάς τη να φύγει για το εξωτερικό. Είναι μόλις 20 ετών, όταν εγκαταλείπει την Αθήνα για το Παρίσι, και κάνει αυτό που θεωρεί αυτονόητο: τραγουδά αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονται στην αντιδικτατορική δράση. Γίνεται σύμβολο αντίστασης και ελπίδας και εις το εξής, πάντα ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαρίσταται εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις, στον αγώνα κατά των ναρκωτικών, στους πολιτικούς πρόσφυγες.
Στη δικτατορία
Σ’ αυτούς τους καιρούς, η Μαρία γνωρίζει τον Τηλέμαχο Χυτήρη, ποιητή και φοιτητή της Φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όταν βρίσκεται εκεί για συναυλία που διοργανώνουν οι Έλληνες φοιτητές. Τα χρόνια που ακολουθούν, ο μετέπειτα γάμος τους και η γέννηση του γιου τους αποδεικνύουν ότι το ζευγάρι είχε συνδεθεί εφ’ όρου ζωής.
Παράλληλα, ανανεώνεται η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνθέτει την «Εποχή της Μελισσάνθης». Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, γίνεται δυνατό να επιστρέψει η Μαρία στην Ελλάδα για τον ύστατο χαιρετισμό στον πατέρα της, ο οποίος φεύγει από τη ζωή στα χρόνια της δικτατορίας. Της παραχωρείται 48ωρη άδεια, λες και δύο μέρες αρκούν για έναν θρήνο! Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualitι, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovsky: μερικές μόνο από εκείνες που γίνονται μάρτυρες αυτής της πάλης.
Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφεί δίσκους που φθάνουν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρονται εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της Μεγάλης Αγρύπνιας, του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου.
Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνωρίζει στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέεται με βαθιά φιλία, έως το βασανισμένο τέλος της Φλέρυς, το καλοκαίρι του 1998.
Το Λονδίνο έχει γίνει πια η υιοθετημένη πατρίδα της κι εκεί γνωρίζεται με τον δεξιοτέχνη της κιθάρας John Williams. Ο Ισπανός Lorca, ευαίσθητος ποιητής και θύμα της Χούντας του Φράνκο, έχει γίνει πηγή έμπνευσης για τον Θεοδωράκη -ο οποίος μελοποιεί το εν λόγω έργο του λίγο πριν εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα- και το οποίο, στα 1971, με τη Μαρία στο τραγούδι και τον John Williams στην κιθάρα βρίσκει την ιδανική του ερμηνεία, στην έξοχη απόδοσή του στα ελληνικά από τον Οδυσσέα Ελύτη.
1974-1979
Με την πτώση της Χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπου δίνουν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες είναι μόνον όσοι παρακολουθούν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφό της Πέτρο Πανδή σφραγίζουν με την ερμηνεία τους και που έχουν τη χαρά, όταν το συνθέτει ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του ποιητή του, Pablo Neruda.
Πάντα πιστή στον δρόμο που έχει χαράξει έως τότε, με γνώμονα την ποιότητα και την υψηλή αισθητική, η Μαρία Φαραντούρη αρχίζει ν’ ανοίγει το ρεπερτόριό της μετά το 1976. Εκεί, άλλωστε, την οδηγεί η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, μετά από επτά χρόνων παραμονή στο εξωτερικό. Ως πολίτις και καλλιτέχνις του κόσμου έχει ζυμωθεί με ξένους καλλιτέχνες και έχει συμπράξει σε διεθνή φεστιβάλ με σπουδαίες προσωπικότητες του τραγουδιού, όπως η Juliette Grιco, η Mercedes Sosa, η Myriam Makeba, οι Inti Illimani, η Maria del Mar Bonet. Η πρότασή της προς το ελληνικό κοινό είναι τα Τραγούδια Διαμαρτυρίας από όλον τον Κόσμο, που όχι μόνο βρίσκει άμεση ανταπόκριση, αλλά γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα χρυσό βινύλιο. Η γνωριμία της με τον κορυφαίο ηθοποιό του Berliner Ensemble, Ekkehard Schall, καταλήγει σε μια σπουδαία συνεργασία επάνω σε τραγούδια του Bertolt Brecht.
Η Μαρία Φαραντούρη γίνεται πηγή έμπνευσης και για ξένους καλλιτέχνες που ακούν τις ηχογραφήσεις της και καταπιάνονται με τα τραγούδια που έχει τραγουδήσει, δίνοντας τη δική τους διάσταση. Το ροκ συγκρότημα Savage Republic διασκευάζει μέρη από την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» και το έργο «Ένας Όμηρος», ενώ ο κιθαρίστας της τζαζ Nels Cline της αφιερώνει έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην Παντέρμη από το «Romancero Gitano» του Lorca, με τίτλο «Maria Alone (For Maria Farandouri)».
Παράλληλα, ανανεώνει τη συνεργασία της με τον Μάνο Λοΐζο σ’ έναν δίσκο σταθμό για την εποχή, «Τα Νέγρικα», σε ποιητική δημιουργία του Γιάννη Νεγρεπόντη. Αργότερα συνεργάζεται με τον νέο συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου, ο οποίος μελοποιεί Μανώλη Αναγνωστάκη. Ενδιάμεσα, έχει αναζωογονηθεί η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι -με την ολοκλήρωση της «Μελισσάνθης» και τη σύνθεση νέων έργων για τη φωνή της- και λίγο αργότερα οι συναυλίες του Μάνου στη Ρωμαϊκή Αγορά -με τη Μαρία και νέους τραγουδιστές- αποτελούν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς.
1980-σήμερα
Το 1981, με τον Θεοδωράκη και τον Πανδή παρουσιάζουν για δεύτερη φορά στην Κούβα το Canto General. Το 1985 είναι για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της με τη γέννηση του γιου της Στέφανου. Οι ανάγκες της μητρότητας την ωθούν σε λίγες, αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Σπουδαία η σύμπραξή της με τον κορυφαίο μαέστρο Zubin Mehta και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο Ηρώδειο, για την ερμηνεία του κλασικού -πλέον- έργου «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Το 1987, ζει συγκινητικές στιγμές, όταν ερμηνεύει το «Romancero Gitano» μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Lorca, στο Fuente Vaqueros, παρουσία της αδελφής του ποιητή Isabel G. Lorca και του φίλου του, ζωγράφου, Jose Caballero. Το 1989 η Μαρία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του Ανδρέας ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και ετέθη σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, στάθηκε για μια βουλευτική περίοδο στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου, συμβάλλοντας από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Σταύρο Μπένο στις προτάσεις επί πολιτιστικών θεμάτων. Το 1990, συνεργάζεται για την υλοποίηση ενός διπλού άλμπουμ με τον Κουβανό συνθέτη Leo Brouwer, επάνω σε διεθνές ρεπερτόριο και τραγούδια του Βαγγέλη Παπαθανασίου, γραμμένα ειδικά για τη φωνή της.
Για χάρη της Μαρίας επιστρέφει, το 2000, στη δισκογραφία, μετά από απουσία πολλών ετών, η πρωτοποριακή συνθέτις και σημαντική επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι, Λένα Πλάτωνος. Το καλοκαίρι του 2001, όταν η Αθήνα έχει αδειάσει για τις αυγουστιάτικες διακοπές, η Μαρία Φαραντούρη γεμίζει το Ηρώδειο, όπου -με τη σύμπραξη της Ορχήστρας Χρωμάτων και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη- παρουσιάζει το πρόγραμμα «Ένας Αιώνας Ελληνικό Τραγούδι». Τον Ιούνιο του 2003, και πάλι στο ρωμαϊκό ωδείο, τραγουδά στην ολοκληρωμένη έκδοση της Αμοργού των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις. Με τον θρύλο της αμερικανικής jazz Charles Lloyd εμφανίζεται σε συναυλίες στην Ελλάδα και τον κόσμο. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβραβεύει την προσφορά τής Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Πριν και μετά, πολλές άλλες βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις έχουν απονεμηθεί στην ερμηνεύτρια (π.χ. Premio Tenco 2014, San Remo) και LiberPress 2017, Girona), η οποία συνεχίζει τη δημιουργική της δραστηριότητα με γνώμονα την υπηρεσία της Τέχνης και της Ελλάδας.
Συνέντευξη: Χαρίκλεια Βλαχάκη